Ιστορίες με Χρώμα -Color stories
Στην προσπάθειά μου να ανακαλύψω την δική μου φωτογραφία ακολούθησα το ένστικτο μου το οποίο μου καθόρισε με έναν επιτακτικό και απόλυτο τρόπο το θέμα και τον τόπο των φωτογραφιών μου. Οι ιδιαίτεροι άνθρωποι που παρουσιάζω από την πλατεία Αριστοτέλους και την παρακείμενη αγορά της αποτέλεσαν για μένα έναν οικείο κόσμο που εύκολα μου άνοιξε την πόρτα του να τον προσεγγίσω και να μου επιτρέψει να τον φωτογραφίσω. Πίστευα ότι η κάθε εικόνα είχε μια δική της ιστορία να μου πει.
Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι η εμμονή μου αυτή προήρθε από μια παράλληλη συναισθηματική κατάσταση των μοντέλων μου και του εαυτού μου. Τώρα ένας καθρέφτης ορθώνεται μπροστά μου σε κάθε μια από αυτές τις εικόνες, μη επιτρέποντάς με να δω τίποτα άλλο, παρά το αυτοπορτραίτο μου.
In my attempt to discover my own photo world, i followed my instinct, which set with an overriding and absolute manner the issue and the place of my photos.
The place is Aristotelous square and the nearby market. The issue are all these extremely special and unique people frequenting there .These people recognized to me a familiar world and this is why they allowed me to approach and take pictures of them so friendly . In the beginning I believe that every picture had only its own story to tell. Soon I realized that my obsession is originated from a similar emotional state of my models and myself .-Now a mirror stands in front of me in each of these images not allowing me to see anything else than my self portrait . |
|
σχόλια επώνυμων κριτικών φωτογραφίας που έγραψαν για το συγκεκριμένο άλμπουμ ¨color stories"
όταν η υπερβολή δικαιώνεται από το αποτέλεσμα
Ο Δημήτρης Ζωγράφος επέλεξε ένα θέμα σχεδόν απαγορευτικό για οποιονδήποτε φωτογράφο. Τα «μοντέλα» του, τόσο με τη μορφή τους όσο και με τη θέση τους στην κοινωνική κλίμακα, θα έκλεβαν κάθε φωτογραφική αναπαράσταση και είναι τόσο υπογραμμισμένα που ακόμα και από την πλευρά ενός κλασικού ρεπορτάζ θα ήταν από φωτογραφική άποψη επικίνδυνα. Ο Δημήτρης Ζωγράφος είχε το ένστικτο να βρει ένα ισχυρό αντίδοτο και έτσι να δημιουργήσει έναν δημιουργικό διάλογο. Αντί να υιοθετήσει μια στάση διακριτικής απόστασης απέναντι σε ένα τόσο συναισθηματικά υπογραμμισμένο θέμα, του αντέταξε μια ανάλογα υπογραμμισμένη φόρμα, της οποίας η υπερβολή όχι απλώς αντέχει αλλά και αντιπαρατίθεται στην αντίστοιχη θεματική υπερβολή, έτσι ώστε ο θεατής των φωτογραφιών να εισπράττει μια φωτογραφική προσέγγιση και πρόταση και όχι μια περιγραφική αναπαράσταση. Η υπερβολικά ευρεία γωνία σε συνδυασμό με τον θεατρικό φωτισμό του φλας και τη χαμηλή γωνία λήψεως (μια γωνία που οφείλεται – και αυτό είναι πολύ ωραίο- και στο χαμηλό ύψος του ίδιου του φωτογράφου) δημιουργούν ένα σκηνοθετημένο περιβάλλον που μεταφέρει την πρωτοβουλία της ενορχήστρωσης στον φωτογράφων και απαλλάσσει το θέμα από τις συνηθισμένες προεκτάσεις στις οποίες θα περιόριζε τον θεατή.
Πλάτων Ριβέλλης
Ο Δημήτρης Ζωγράφος επέλεξε ένα θέμα σχεδόν απαγορευτικό για οποιονδήποτε φωτογράφο. Τα «μοντέλα» του, τόσο με τη μορφή τους όσο και με τη θέση τους στην κοινωνική κλίμακα, θα έκλεβαν κάθε φωτογραφική αναπαράσταση και είναι τόσο υπογραμμισμένα που ακόμα και από την πλευρά ενός κλασικού ρεπορτάζ θα ήταν από φωτογραφική άποψη επικίνδυνα. Ο Δημήτρης Ζωγράφος είχε το ένστικτο να βρει ένα ισχυρό αντίδοτο και έτσι να δημιουργήσει έναν δημιουργικό διάλογο. Αντί να υιοθετήσει μια στάση διακριτικής απόστασης απέναντι σε ένα τόσο συναισθηματικά υπογραμμισμένο θέμα, του αντέταξε μια ανάλογα υπογραμμισμένη φόρμα, της οποίας η υπερβολή όχι απλώς αντέχει αλλά και αντιπαρατίθεται στην αντίστοιχη θεματική υπερβολή, έτσι ώστε ο θεατής των φωτογραφιών να εισπράττει μια φωτογραφική προσέγγιση και πρόταση και όχι μια περιγραφική αναπαράσταση. Η υπερβολικά ευρεία γωνία σε συνδυασμό με τον θεατρικό φωτισμό του φλας και τη χαμηλή γωνία λήψεως (μια γωνία που οφείλεται – και αυτό είναι πολύ ωραίο- και στο χαμηλό ύψος του ίδιου του φωτογράφου) δημιουργούν ένα σκηνοθετημένο περιβάλλον που μεταφέρει την πρωτοβουλία της ενορχήστρωσης στον φωτογράφων και απαλλάσσει το θέμα από τις συνηθισμένες προεκτάσεις στις οποίες θα περιόριζε τον θεατή.
Πλάτων Ριβέλλης
Από την εποχή της Diane Arbus έως σήμερα η πλειοψηφία των φωτογράφων παράγει εικόνες από την σκοτεινή περιοχή του υποσυνειδήτου. Εικόνες που εκπέμπουν συχνότητες θλίψης, πόνου, δυσμορφίας, απελπισίας, μίσους, θανάτου, εγκατάλειψης, παραμόρφωσης, φόβου, αδιέξοδου. Η συγκεκριμένη καλλιτεχνική πράξη λειτουργεί ανακουφιστικά για τον δημιουργό.
Ο Δημήτρης Ζωγράφος νομίζω ότι ανήκει στην παραπάνω κατηγορία καλλιτεχνών. Οι προσωπογραφίες του υλοποιούν ένα κόσμο που δύσκολα θα βρει θέση στις προθήκες. Ωστόσο είναι ένας κόσμος πέρα για πέρα αληθινός, αξιοπρεπής και συνεπώς όμορφος, ουσιαστικά Παρόν στον εαυτό του. Ο φωτογράφος βρίσκεται σε αγαπητική σχέση με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει.
Ο Δημήτρης όμως κάνει ένα σημαντικό βήμα μπροστά από τους περισσότερους συναδέλφους του. Αναγνωρίζοντας τον εαυτό του στις εικόνες του μετατρέπει την διαδικασία από απλή εκτόνωση σε κάθαρση (με την έννοια που έχει στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία). Τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους θεατές των εικόνων του. Με άλλα λόγια προσδίδει συνειδητότητα στην καλλιτεχνική πράξη και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Χάρης Κακαρούχας
Οξεία πλέον επίγνωση της κάμερας και η καχυποψία της παρακολούθησης έχουν καταστήσει τη φωτογραφική απεικόνιση στο δημόσιο χώρο αρκετά λιγότερο δημοφιλή από ότι παλιότερα. Αμφισβητήθηκε το δικαίωμα του φωτογράφου να τροφοδοτεί την αστική περιέργεια επισκοπώντας, συνήθως ανύποπτα και από θέση ισχύος, τη ζωή του αδύναμου. Τι γίνεται, όμως, όταν ο χειριστής της κάμερας, όπως είναι η περίπτωση του Δημήτρη Ζωγράφου, προέρχεται από εξίσου ευάλωτη κοινωνική και οικονομική θέση με πολλούς από αυτούς που φωτογραφίζει;
Ο Ζωγράφος αναζήτησε για χρόνια μορφές του περιθωρίου στα σωθικά της Θεσσαλονίκης, στην ανοιχτή αγορά Καπάνι, στα πέριξ της Αριστοτέλους. Φωτογραφίζοντας με υπερευρυγώνιο φακό, με φλας και σχεδόν εξ επαφής, δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητος ακόμη κι αν το επιθυμούσε. Η συνήθης λεία των αναζητήσεών του είναι ζητιάνοι, ρακοσυλλέκτες, μικροπωλητές, παράξενοι πλάνητες, άστεγοι. Οι εικόνες του, μετωπικές ή λοξές, συχνά δεν είναι τυπικά πορτραίτα. Αποκλίνουν χωρίς δισταγμό από την κανονικότητα, εστιάζοντας στη διαφορετικότητα, κάθε λογής. Αποφεύγοντας τη δημοφιλή σύγχρονη αποστασιοποίηση, φανερώνουν διάθεση συνάντησης με τον άγνωστο άλλο, σε μια απαθή εποχή. Στο εκκεντρικό θέατρο δρόμου του Ζωγράφου δεν υπάρχει μέρος να κρατηθεί κανείς: το φλας στις παράξενες μορφές και τα ξαφνικά πυκνά σκοτάδια που τις περιβάλλουν μας θυμίζουν πόσο ρευστά, εφήμερα, αναίτια είναι όλα. Οι παραμορφωμένες συχνά προοπτικές, οι άνισοι φωτισμοί, οι σκιερές εικόνες με τις αιφνιδιαστικές λάμψεις, ο ηλεκτρισμός των χρωμάτων, δημιουργούν ενίοτε απρόβλεπτα φορμαλιστικά στοιχεία, προτείνοντας ένα αστικό τοπίο δυσανάγνωστο, απροσπέλαστο. Η ανθρώπινη συνθήκη δεν εξετάζεται εδώ κλινικά, αλλά με τρόπο διαισθητικό, ενστικτώδη, χειρονομιακό, πέρα από ανθρωπιστικά ιδεολογήματα.
Η Αμερικανίδα Diane Arbus μιλώντας για τα freaks, τους χαρακτήρες του περιθωρίου που φωτογράφιζε στην Νέα Υόρκη του ΄60 έλεγε πως «οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν με το φόβο ότι θα έχουν μια τραυματική εμπειρία. Τα freaks γεννήθηκαν με το τραύμα τους. Έχουν περάσει ήδη τη δοκιμασία τους στη ζωή. Είναι αριστοκράτες». Αν αυτή είναι μια απρόσμενη ερμηνεία της αριστοκρατίας, ο Ζωγράφος διεκδικεί μερίδιο σ’ αυτήν. Η φωτογραφία του μοιάζει σαν ανοιχτό βήμα προσεταιρισμού του κοινωνικά αθέατου, αυτού που συνήθως προσπερνά κανείς αγνοώντας το συνειδητά, αν όχι επιδεικτικά. Ο Ζωγράφος δεν διστάζει να ανοίξει χώρο στην ιδιαιτερότητα, καθώς δεν νιώθει εξωτερικός παρατηρητής αλλά συμμέτοχος στον κοινωνικό αυτό κύκλο. Και οι εικονιζόμενοι, στην ισχυρή τους πλειοψηφία, του αναγνωρίζουν αυτήν την ιδιότητα. Εστιάζοντας μάλιστα και σε ανθρώπους λιγότερο περιθωριακούς υποδεικνύει έμμεσα ότι όλα είναι ζήτημα συνθήκης, ότι στην αστική αρένα συγχρωτίζονται άτακτα οι προστατευμένοι και οι απροστάτευτοι, πως οι δυο κόσμοι δεν είναι αεροστεγώς κλεισμένοι, δεν ήταν ποτέ. Αντίθετα, μάλιστα, από την κλασική φωτογραφία δρόμου, ο Ζωγράφος μοιάζει φωτογραφίζοντας να ζητά τη θέση του σ’ ένα παραγνωρισμένο μικρόκοσμο, να του απονεμηθεί μέσα σ’ αυτόν η ελάχιστη προσοχή. Και ενόσω το επιχειρεί, διατηρεί την αβίαστη έκπληξη ενός παιδιού.
Ηρακλής Παπαϊωάννου
.
O Δημήτρης Ζωγραάφος είναι ένας σύγχρονος πλάνητας φωτογράφος του δημόσιου χώρου .Περιφέρεται ,όποτε
έχει διάθεση γιά φωτογράφηση ,σε μια άκρως περιορισμένη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης ,μια περιοχή
με δικό της χαρακτήρα ,με δικούς της ανθρώπους ,με δική της ζωή .Σ αυτήν την περιοχή , οπου προφανώς αισθάνεται
σαν στο σπίτι του ,όπου τον αναγνωρίζουν σαν τον φωτογράφο τους , αναζητά όχι τοπία ,σκιές ή συνθέσεις ,αλλά τον σημερινό λαικό άνθρωπο .Δίχως να κρύβει την πρόθεση του για φωτογράφιση ,αιφνιδιάζει τα μοντέλα του με τις απρόσμενες γωνίες λήψης και το φλάς που τυφλώνει μέρα μεσημέρι .Έχει κατακτήσει μια τεχνική που αποδίδει μοναδικόυς καρπούς ,τα αφτιασίδωτα πορτρέτα της αποζάριστης και γ αυτό αληθινής κοινωνίας μας .
Βασίλης Καρκατσέλης
έχει διάθεση γιά φωτογράφηση ,σε μια άκρως περιορισμένη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης ,μια περιοχή
με δικό της χαρακτήρα ,με δικούς της ανθρώπους ,με δική της ζωή .Σ αυτήν την περιοχή , οπου προφανώς αισθάνεται
σαν στο σπίτι του ,όπου τον αναγνωρίζουν σαν τον φωτογράφο τους , αναζητά όχι τοπία ,σκιές ή συνθέσεις ,αλλά τον σημερινό λαικό άνθρωπο .Δίχως να κρύβει την πρόθεση του για φωτογράφιση ,αιφνιδιάζει τα μοντέλα του με τις απρόσμενες γωνίες λήψης και το φλάς που τυφλώνει μέρα μεσημέρι .Έχει κατακτήσει μια τεχνική που αποδίδει μοναδικόυς καρπούς ,τα αφτιασίδωτα πορτρέτα της αποζάριστης και γ αυτό αληθινής κοινωνίας μας .
Βασίλης Καρκατσέλης